- απόνερα
- απόνερα, τα και απονέρια, τατα νερά που χρησιμοποιήθηκαν και ρυπάνθηκαν ή το αυλάκι που σχηματίζεται στην πρύμη ενός πλοίου που ταξιδεύει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.